ΤΑ ΨΕΥΔΗ ΠΡΟΣΩΠ(ΕΙ)Α
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Είχες αναρωτηθεί ποτέ αν αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν μιλήσει μέσα από τα έργα τους για τους ψευδομανείς και τους υποκριτές; Αν ναι, τότε οι δρόμοι μας συναντώνται. Πριν λίγους μήνες, «γεννήθηκε» και σε εμένα αυτή η απορία, και τώρα νομίζω είναι η κατάλληλη στιγμή να παρουσιάσω τα δικά μου συμπεράσματα από αυτή την αναζήτηση.
Πριν αναφερθούμε στους παρακάτω φιλοσόφους, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι και εμείς οι ίδιοι είναι πιθανό να ανήκουμε στις παραπάνω κατηγορίες, αλλά όχι απαραίτητα στον ίδιο βαθμό. Πράγματι, το να καταφεύγει κανείς στο ψέμα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έχει αρνητικό αντίκτυπο και στον συνάνθρωπο του αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Το σημαντικό όμως είναι να μπορέσουμε να συναισθανθούμε τον υποκριτή, όσο αυτό φυσικά είναι εφικτό, και όχι να τον περιθωριοποιήσουμε.
ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ
Μόλις μου «γεννήθηκε» λοιπόν αυτή η απορία σκέφτηκα να αναζητήσω μια πρώτη προσέγγιση για το ψευδός από τον αρχαίο φιλόσοφο Αριστοτέλη (Σταγειρίτη). Συγκεκριμένα, στο έργο του, Ηθικά Νικομάχεια – ένα έργο στο οποίο παρουσιάζονται οι αρετές, διανοητικές και ηθικές, που οφείλει το κάθε άτομο να επιδιώκει για την κατάκτηση της ευδαιμονίας – ο φιλόσοφος στο τέταρτο του βιβλίο (1127a-1127b) πραγματεύεται το θέμα της ειλικρίνειας και της ανειλικρίνειας «περὶ δὲ τῶν ἀληθευόντων τε καὶ ψευδομένων εἴπωμεν». Αρχικά, παρουσιάζει στον αναγνώστη του τα δύο άκρα που είναι σημαντικό να αποφύγει, για να προσεγγίσει αποτελεσματικά την μεσότητα, ειλικρίνεια.
Στο πρώτο άκρο, «κυβερνά» ο αλαζόνας, δηλαδή ο άνθρωπος που πιστεύει πως έχει περισσότερα από όσα στην πραγματικότητα διαθέτει, «δοκεῖ δὴ ὁ μὲν ἀλαζὼν προσποιητικὸς τῶν ἐνδόξων εἶναι καὶ μὴ ὑπαρχόντων καὶ μειζόνων ἢ ὑπάρχει», ενώ το δεύτερο άκρο αποτελεί ο υπέρμετρα ταπεινός, που αρνείται να παραδεχθεί τα όσα έχει υπό την κατοχή του και πολλές φορές μειώνει την αξία τους.
«ὁ δὲ εἴρων ἀνάπαλιν ἀρνεῖσθαι τὰ ὑπάρχοντα ἢ ἐλάττω ποιεῖν». Το κοινό χαρακτηριστικό των δύο περιπτώσεων είναι φυσικά η έννοια της ψευδαίσθησης. Στη συνέχεια, ο Αριστοτέλης προσπαθεί να εξηγήσει τους λόγους που το άτομο συχνά καταφεύγει στην αλαζονεία και στη ψευδομανία. Ένα κύριος λόγος είναι η φήμη και το κέρδος. Φαίνεται ότι ο Σταγειρίτης δεν κατακρίνει τόσο το ψεύδος, που αποβλέπει στην φήμη, τουλάχιστον όχι όσο το ψεύδος που αποβλέπει στην απόκτηση υλικών αγαθών. Το δεύτερο άκρο, η υπέρμετρη ταπεινοφροσύνη έχει ως σκοπό να σκιαγραφήσει έναν χαρακτήρα, που δεν αποβλέπει στην φήμη ή στο κέρδος, αλλά που δεν παραδέχεται τις αρετές από τις οποίες εμφορείται. Σ’ αυτή την κατηγορία, ο φιλόσοφος εντάσσει και τον πασίγνωστο Σωκράτη. Θεωρεί όμως, πιο κατακριτέους τους «βαυκοπανοῦργους», εκείνους δηλαδή, που δεν παραδέχονται ούτε τις ασήμαντες τους ιδιότητες και ποθούν να χαρακτηρίζονται από ένα αίσθημα μεγάλης έλλειψης «ἡ λίαν ἔλλειψις ἀλαζονικόν».
ΑΚΟΥΣΙΟ ΚΑΙ ΕΚΟΥΣΙΟ ΨΕΥΔΟΣ
Άλλος ένας φιλόσοφος, που μίλησε μέσα από τα έργα του για το ψεύδος, διδάσκαλος του Αριστοτέλη, ήταν ο Πλάτων. Αν και συχνά ο φιλόσοφος σχολιάζει σε πολλά του κείμενα τα τεχνάσματα των σοφιστών και την υποκρισία τους, το ενδιαφέρον μου τράβηξε η συζήτηση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον σοφιστή Ιππία στον Ιππία Ελάσσονα. Στο συγκεκριμένο έργο, οι δύο συνομιλητές αναρωτιούνται ποιος από τους δύο εξαίρετους μυθικούς ήρωες, Αχιλλέας ή Οδυσσέας είναι πιο άξιος, ενάρετος. Ο Ιππίας υποστηρίζει ότι ο Αχιλλέας δε χαρακτηρίζεται από την πανουργία του γιου του Λαέρτη και ότι είναι πιο ξεκάθαρος και ειλικρινής από τον δεύτερο «ἄριστον μὲν ἄνδρα Ἀχιλλέα… πολυτροπώτατον δὲ Ὀδυσσέα». Ο Σωκράτης στον αντίποδα, δέχεται ότι ο Οδυσσέας αρκετές φορές ψεύδεται για προσωπικό του συμφέρον, αλλά δε διστάζει να θεωρήσει και τον Αχιλλέα εξίσου υποκριτή, «ὅτι οὐκ ἐξ ἐπιβουλῆς φῂς τὸν Ἀχιλλέα ψεύδεσθαι, ὃς ἦν οὕτω γόης καὶ ἐπίβουλος πρὸς τῇ ἀλαζονείᾳ», ταυτίζοντας έτσι τους δύο χαρακτήρες. Για τον φιλόσοφο όμως η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι ο πρώτος (Οδ.) ψεύδεται οικειοθελώς ενώ ο δεύτερος (Αχ.) ακούσια. Έπειτα, ο Σωκράτης μέσα από παραδείγματα του καθημερινού βίου αποδεικνύει στον σοφιστή ότι το να ψεύδεται και να σφάλει κάποιος εκουσίως είναι λιγότερο ανάξιο σε σύγκριση με εκείνον που θα προβεί σε αντίστοιχες πράξεις παρά τη θέληση του. Ο ισχυρισμός του Σωκράτη βασίζεται στο γεγονός ότι ο πονηρός άνθρωπος μπορεί να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα, σε αντίθεση με τον άνθρωπο που αγνοεί την εμμονή του με το ψέμα. Οι δύο συνομιλητές εν τέλει, αρνούνται να δεχθούν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν «δεινὸν μεντἂν εἴη, ὦ Σώκρατες, εἰ οἱ ἑκόντες ἀδικοῦντες βελτίους ἔσονται ἢ οἱ ἄκοντες… οὐδὲ γὰρ ἐγὼ ἐμοί, ὦ Ἱππία: ἀλλ᾽ ἀναγκαῖον».
Ο ΕΙΡΩΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΠΟΙΟΣ
Το άτομο που μπόρεσε ωστόσο, να αποτυπώσει με έναν κωμικό τρόπο τα διάφορα είδη ανθρώπων της εποχής του δεν είναι άλλος από τον μαθητή του Αριστοτέλη, Θεόφραστος. Ο Θεόφραστος στο έργο του Χαρακτήρες θα μπορούσε να μας διαφωτίσει περισσότερο για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός λογοποιού. Όμως, ο φιλόσοφος διαχωρίζει τον λογοποιό από τον είρωνα και τους παρουσιάζει ως δύο διακριτές κατηγορίες.
Στην κατηγορία των λογοποιών εντάσσονται οι ψευδολόγοι, που επιθυμούν συνθέτοντας ιστορίες και γεγονότα να γίνουν πιστευτοί στους ακροατές τους «Ἡ δὲ λογοποιία ἐστὶ σύνθεσις ψευδῶν λόγων καὶ πράξεων, ὧν ‹πιστεύεσθαι› βούλεται ὁ λογοποιῶν». Έχουν μεγάλη ανάγκη να μοιραστούν αναληθείς ειδήσεις με τα κοντινά τους άτομα, να προκαλέσουν το ενδιαφέρον τους και όταν οι συνομιλητές τους από φανερή καχυποψία τους ρωτούν αν πράγματι πιστεύουν τα όσα έχουν ακούσει από τις πηγές τους, οι λογοποιοί τους απαντούν ότι συμφωνούν με την κοινή γνώμη. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας ανθρώπων είναι για τον φιλόσοφο τόσο ο πειστικός τους λόγος όσο και τα αληθοφανή τους αισθήματα. Τέλος, αφού μοιραστούν τις ψευδείς ειδήσεις συμβουλεύουν τον ακροατή τους να μην αποκαλύψει στους γύρω του τα όσα άκουσε, ενώ οι ίδιοι τα έχουν μοιραστεί με όλο το δήμο «Δεῖ δ᾽ αὐτόν σὲ μόνον εἰδέναι». πᾶσι δὲ τοῖς ἐν τῇ πόλει προσδεδράμηκε λέγων».
Στην κατηγορία των ειρώνων εντάσσονται οι υποκριτές, εκείνοι που προσποιούνται «προσποίησις ἐπὶ χεῖρον πράξεων καὶ λόγων» ότι βρίσκονται σε μια δεδομένη κατάσταση, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκονται στην διαμετρικά αντίθετη της, είτε ο βίος τους είναι ταλαίπωρος είτε φαινομενικά ευτυχής. «Στολίζουν» με επαίνους τους εχθρούς τους όταν έρχονται σε επαφή μαζί τους, ενώ μόλις απομακρυνθούν από εκείνους τους κατακρίνουν και τους κατηγορούν. Με άλλα λόγια, τα συγκεκριμένα άτομα προσαρμόζονται σαν χαμαιλέοντες ανάλογα με την περίσταση. Προσπαθούν μέσα από το ψεύδος τους να δημιουργήσουν ένα προσφιλές πρόσωπο για τους οικείους τους αλλά και για τους ξένους. Αν έπρεπε να προβάλουμε κάποια γνωρίσματα αυτής της κατηγορίας ατόμων θα ήταν μεταξύ άλλων οι επαναλήψεις στον λόγο τους, το αίσθημα επιτηδευμένης απορίας και πολλά άλλα τεχνάσματα που επιχειρούν για να κρύψουν την υποκρισία τους, όπως η ιδιαίτερη τους φρασεολογία (π.χ. Έγινα άλλος άνθρωπος, Εκπλήσσομαι κ.α.)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Και οι τρεις φιλόσοφοι μέσα από το συλλογισμό τους συμφωνούν – ο καθένας με το δικό του τρόπο – ότι το ψεύδος λειτουργεί σαν καταφύγιο για άτομα που επιδιώκουν κέρδος, φήμη σημασία, αλλά και για εκείνα που θέλουν να αποφύγουν κατηγορίες και άλλες δυσχαιρείς καταστάσεις. Δεν είναι οι μόνοι σοφοί του αρχαίου κόσμου που πραγματεύτηκαν το θέμα του ψεύδους, αλλά σίγουρα αποτελούν σημαντική μερίδα των φιλοσόφων που τα ανέλυσαν σε έναν τόσο μεγάλο βαθμό. Είναι πολύ εύκολο ο οποιοσδήποτε να ασπαστεί το ψεύδος, καθώς όπως μας λέει και ο προσωκρατικός Μιλήσιος σοφός, Θαλής: «Ρωτήθηκα από κάποιον πόσο απέχει το ψεύδος απ’ την αλήθεια, και εγώ απάντησα όσο απέχουν τα μάτια από τα αυτιά».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Mullach Friedrich Wilhelm August. (1881). Fragmenta Philosophorum Graecorum. 3 Volumes. Paris: Ambrosio Firmin Didot.
-
Δαυίδ Εμμανουήλ. (2007). Θεόφραστου Χαρακτήρες. Αθήνα: Εστία.
-
Λυπουρλής Δημήτριος. (2006). Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια (Πρώτος Τόμος) Βιβλία Α- Δ. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
-
Σκουτερόπουλος Μ. Νικόλαος. (1995). Πλάτωνος Ιππίας Ελάττων. Αθήνα: Στιγμή.