Η ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ
Είμαι πατέρας πέντε παιδιών. Γι’ αυτούς που τους αρέσουν τα στατιστικά, να πω ότι τα δύο είναι από τον πρώτο μου γάμο. Οι ηλικίες τους είναι 14, 12, 6, 5 και 1 ετών. Η σύζυγός μου κι εγώ, είμαστε υπεύθυνοι για να τά «μεγαλώσουμε». Πρέπει να κάνουμε το καλύτερο γι’ αυτά. Αρχικά, οφείλουμε να τους παρέχουμε τα απαραίτητα υλικά εφόδια για τη συντήρησή τους, δηλαδή τη διατροφή τους. Έπειτα, πρέπει να εξασφαλίσουμε την ασφάλειά τους. Κατά τρίτον, να τα διαπαιδαγωγήσουμε.
Το πρώτο, μέχρι στιγμής, τό καταφέρνουμε παρά τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και κατ’ επέκταση τη δική μας οικονομική. Το δεύτερο, είναι πιο δύσκολο να επιτευχθεί, γιατί εκτός των άλλων θέλει και τύχη. Ό,τι και να κάνουμε, η ασφάλειά τους δεν εξαρτάται απόλυτα από εμάς. Όμως, σε μία κοινωνία προστατευτική σαν την κοινωνία μας, οι κίνδυνοι για την ασφάλειά τους είναι λιγοστοί, παρ’ όλο που πάντα ελλοχεύουν. Το τρίτο, η διαπαιδαγώγησή τους είναι το δυσκολότερο έργο.
Τι είναι, όμως, η διαπαιδαγώγηση; Υπακοή ή σχέση; Πώς πρέπει να διαπαιδαγωγήσεις ένα παιδί; Θέτεις αυστηρούς κανόνες και του μαθαίνεις να υπακούει, ενισχύοντας την «εξωτερική» πειθαρχία του; «Εξωτερική» είναι η πειθαρχία που βασίζεται στην υπακοή από φόβο για την επιβολή ποινής, εφ’ όσον δεν τηρείς τους κανόνες. Υπάρχει και ο άλλος τρόπος διαπαιδαγώγησης. Αφιερώνεις χρόνο, πολύ χρόνο, για να αποκτήσεις ψυχική επαφή με το παιδί, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη και ο αλληλοσεβασμός. Ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη κερδίζονται με κόπο, αλλά δύσκολα χάνονται. Ώρες ατελείωτες, αφιερωμένες σε παιχνίδι και διάλογο για διάφορα θέματα, θέματα που κυρίως δεν αφορούν έναν ενήλικο, αλλά κυριαρχούν στον κόσμο των παιδιών και είναι πολύ σημαντικά γι’ αυτά. Ακόμη και οι ώρες που βοηθάς στην καθημερινή μελέτη και προετοιμασία για το σχολείο. Έτσι, ενισχύεται η «εσωτερική» πειθαρχία. Με λίγα λόγια, χτίζεται μία υγιής σχέση.
Στην πρώτη περίπτωση, τιμωρείς όταν το παιδί κάνει κάτι «λάθος». Στη δεύτερη περίπτωση, επιβραβεύεις όταν κάνει κάτι «σωστό» και νουθετείς στα «λάθη». Τα «σωστά» είναι αυτά που συμφωνούν με τους κανόνες, ενώ τα «λάθη» είναι αυτά που τούς παραβαίνουν. Ποιός, όμως, ορίζει τους κανόνες; Κι εδώ είναι που ξεκινάει ο προβληματισμός μου. Τους κανόνες τους ορίζουμε εμείς, οι γονείς. Πώς ξέρει κανείς πώς να ορίζει κανόνες; Υπάρχει κάποια σχολή που παρέχει τις απαιτούμενες γνώσεις; Το σπουδάζεις το αντικείμενο; Όχι, βέβαια.
Οι κανόνες της οικογένειας (ας είμαστε πιο συγκεκριμένοι, διότι κανόνες υπάρχουν παντού, όπως στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στις αθλητικές δραστηριότητες κ.λπ.) βασίζονται καθαρά στην υποκειμενική κρίση των γονέων. Αν οι γονείς είναι αδιάφοροι, οι κανόνες είναι «χαλαροί» ή «αυστηροί». Αν οι γονείς αφιερώνουν χρόνο στο παιδί, τότε οι κανόνες δεν είναι των άκρων, αλλά πληρούν τη «μεσότητα», που έλεγε και ο Αριστοτέλης. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι το πρόβλημα οι «χαλαροί» και οι «αυστηροί» κανόνες, αλλά οι «λάθος» κανόνες.
Στη σύγχρονη κοινωνία, με τη δωρεάν δημόσια παιδεία, οι περισσότεροι γονείς έχουμε λάβει την ίδια εκπαίδευση, τουλάχιστον στα πρώτα 13 ακαδημαϊκά μας έτη. Ο μέσος Έλληνας έχει αποφοιτήσει από το Λύκειο και είναι χριστιανός ορθόδοξος. Η εκπαίδευση και η θρησκευτική κατήχησή του είναι συγκεκριμένη. Αποτέλεσμα αυτού είναι η κοσμοθεωρία του, ο τρόπος αντίληψης των πραγμάτων να μην διαφέρει από των υπολοίπων.
Αποτελούμε, λοιπόν, πανομοιότυπα γρανάζια του συστήματος, της ελληνικής κοινωνίας. Ζούμε σε μία σπηλιά, από την οποία δεν τολμήσαμε να βγούμε ποτέ. Ναι, ζούμε στο διάσημο σπήλαιο του Πλάτωνα. Δεν είναι εύκολο να βγούμε από αυτό, παρ’ όλο που η έξοδος υπάρχει και η θύρα είναι ορθάνοικτη. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνουμε στη σύγχρονη κοινωνία. Το τίμημα είναι ο πνευματικός ευνουχισμός μας. Δεν υπάρχει ελευθερία σκέψης. Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει ελευθερία βούλησης, λοιπόν; Ζούμε σε μία ψευδαίσθηση ελευθερίας και το κακό είναι πως δεν το αντιλαμβανόμαστε.
Και θέλουμε το ίδιο για τα παιδιά μας. Δεν τους δίνουμε χώρο να σκεφτούν, να κάνουν λάθη. Ορίζουμε κανόνες για τα πάντα. Υψώνουμε τον τόνο της φωνής μας, εξαντλώντας όλη μας την αυστηρότητα σε αθώες ψυχές, που πολλές φορές μάς κοιτούν με απορία, γιατί δεν μπορούν να κατανοήσουν τους κανόνες μας. Μία αθώα ψυχή δεν μπορεί να φανταστεί ότι θεωρείται «έγκλημα» το να γελάει δυνατά όταν οι γονείς παρακολουθούν ειδήσεις στο χαζοκούτι. Οι φωνές μας για να σωπάσουν κάτι τέτοιες στιγμές είναι που γκρεμίζουν τον κόσμο τους.
Γιατί φωνάζουμε στα παιδιά χωρίς σοβαρό λόγο; Η δικαιολογία μας είναι πως θέλουμε το «καλό» τους. Μήπως υπάρχει άλλος λόγος; Φωνάζουμε, απλά, για να επιβληθούμε. Κάνουμε επίδειξη δύναμης στα ίδια μας τα παιδιά, γιατί εκεί μπορούμε. Γινόμαστε αυταρχικοί χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Νομίζουμε ότι γνωρίζουμε το «καλό» τους και ότι μπορούμε να αποφασίζουμε για λογαριασμό τους. Επιλέγουμε ακόμη και την αθλητική δραστηριότητα με την οποία θα ασχοληθούν στην ηλικία των 5 ετών. Δεν το συζητώ για τον επαγγελματικό προσανατολισμό τους. Το όνειρό μας είναι να τους κάνουμε γιατρούς ή δικηγόρους. Δεν έχουμε αντιληφθεί τη μικρότητά μας, όταν προσπαθούμε να κάνουμε πράξη αυτές τις σκέψεις. Νομίζουμε δε ότι περνώντας τη δίχως νόημα ζωή μας ασχολούμενοι με το «καλό» τους, μάς παραχωρείται το δικαίωμα να παρεμβαίνουμε στη ζωή τους ακόμη και μετά την ενηλικίωσή τους.
Κατά την προσωπική μου άποψη, που πιθανότατα είναι εσφαλμένη και μη αποβλέποντας να πείσω κανέναν, θα έλεγα πως οφείλουμε να κοιτάξουμε βαθιά «μέσα» μας και να πάψουμε να συμπεριφερόμαστε στα παιδιά μας σαν να αποτελούν δικά μας αποκτήματα, προκειμένου να εξασφαλίσουμε στο εγώ μας, στην συναισθηματική ασφάλεια.