«ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΟΛΛΗΜΑ ΣΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ;»

Τα πρώτα φθινοπωρινά ηλιοβασιλέματα μας βρίσκουν ως επί το πλείστον σε κάποιον καναπέ με ένα χειριστήριο στο δεξί χέρι, σε ένα κρεβάτι με το κινητό στο αριστερό ή στην καφετέρια τη γνωστή από όπου περνάμε κάθε πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά, στο Πανεπιστήμιο, στο σχολείο. Κι αυτή η ρουτίνα οδηγεί ανεξαρτήτως εποχής σε μια νοσταλγική περιήγηση. Σε παιδικά χρόνια, σε καλοκαίρια που ξεκίνησαν με μια ανάσα παρόλο που τελείωσαν με ένα στεναγμό, σε βιβλία που στοιβάξαμε πάνω στο κομοδίνο ή αγοράσαμε στις διακοπές, συνοδευόμενα από την ίδια πίκρα στο στόμα και την ίδια μοναξιά που μας σκεπάζει καθώς τα «αν» κυνηγούν το όνειρο πριν ρουφήξει τα πόδια μας, όπως τότε, στην αμμουδιά που τα μικρά παιδιά έφτιαχναν κάστρα. Δεν είναι άξιος λόγου ο τρόπος που πείθαμε τον εαυτό μας ότι το νερό, φρουρός και σύμμαχος, θα έκανε πιο γερή την κατασκευή; Ή ο τρόπος που καθημερινά το δάκρυ του διπλανού δείχνει πόσο ευάλωτοι και «άστατοι» μπορούμε να γίνουμε;
Το στοίχημα που επεδίωξαν να κερδίσουν οι μελετητές των ανθρωπίνων σχέσεων συντίθεται ακριβώς στο γεγονός ότι είναι ανθρώπινες. Και ο μέσος άνθρωπος, αναρωτιέται πάλι πόσο τυχερός είναι που ξέρει να γράφει. Προσπαθούσε λοιπόν να εξηγήσει την ομορφιά που έβλεπε φτιάχνοντας τα ομοιώματα αγνώστων, κυρίως μεταξύ τους. Και η καρδιά του χτύπησε πολύ πιο δυνατά από ό,τι τις νύχτες που κανένας δεν είναι στο «εδώ» να τον αγκαλιάσει όταν κλειδώνει την πόρτα και προσεύχεται μην την ακούσει να ανοίγει μόλις ακουμπήσει το μαξιλάρι. Κάθε φορά που σκέφτεται «είτε φας είτε μείνεις νηστικός, δε θα το μάθουν», και το χειρότερο, «δε θα το καταλάβουν». Πως φοβάται. Τρέμει, αγχώνεται και ακινητοποιείται μπροστά σε όσα αποφασίζει να ακούσει, να διαβάσει, να δημοσιεύσει. Επειδή, ουσιαστικά, ποτέ δεν του εξήγησαν γιατί αποκλείεται οι λοξές γραμμές να είναι συνάμα ίσιες.
Είναι ρατσιστής, πρωτίστως στο παραμικρό που σχετίζεται με την ύπαρξή του. Κλαίει και σκέφτεται το ίδιο άτομο, άηχα φωνήεντα που ποσώς και ποικιλοτρόπως μετέφρασε, τόσο ξεκάθαρα, σε όλες τις γλώσσες. Τόσοι φεύγουν στις πόλεις αναζητώντας μεγαλύτερα αστέρια, ή μάλλον, πιστεύοντας πως θα τραβήξουν την προσοχή από τα υπόλοιπα αστέρια. Κάποιοι κοιτούν τον ήλιο τους να σκουραίνει, κάποιοι ρίχνουν τα μάτια τους στο έδαφος και βλέπουν ότι πάτησαν το μονάκριβο λουλούδι της πόλης. Κι όπως ήταν όρθιο, στράβωσε. Αναστενάζουν και σκύβουν να καλύψουν το έγκλημα, μια ακόμη βαθιά ριζωμένη πληγή. Ωστόσο, ο κόσμος συνεχίζει να αγαπά το ηλιοβασίλεμα. Επειδή δε μπορεί να το προκαλέσει. Λάθος. Όλοι αγαπούν το ηλιοβασίλεμα, μέχρι να μπορέσουν να προκαλέσουν τη δύση, το μαρασμό, το σκοτάδι. Τι συμβαίνει αφού μαραθούμε; Ποιό είναι το νόημα και ποιό το κίνητρο των μετρημένων χτύπων της καρδιάς μέσα στον κόμπο που δέσαμε αντί να δεθούμε και τώρα αφού δε λύνεται, κόβεται;
Όλοι γύρω έχουν βρει κάποιο λόγο για τον οποίο αξίζει να πονέσουν και συχνά τον προσωποποιούν. Όλοι έχουν σκεφτεί το μετά. Γιατί θεωρούμαστε ζωντανοί; Επειδή, όταν δανείζεσαι το αυτοκίνητο, είναι πιο βολικό να οδηγήσεις εφόσον δε σου ανήκει. Αλλά η ζωή σου, είναι δική σου. Και έχεις τα κλειδιά, ακόμη κι αν λείπει το αυτοκίνητο. Όταν αγαπάς για παράδειγμα, οδηγείς άλλου το αυτοκίνητο. Και ζωή σου είναι η ζωή του. Τότε δεν είναι πολύ εύκολο όμως. Επειδή τότε, και εσύ ο ίδιος θυμάσαι ότι δεν είσαι τυφλός μόνο όταν πάρεις κάποιου τη σειρά στην καφετέρια.
Αφετέρου, η αγάπη γίνεται «ένα» αφού το «εσύ» και το «εγώ» προστεθούν. Ο πόνος έγκειται στο γεγονός ότι αυτό συμβαίνει επειδή θυσιάζεσαι. Ή ίσως αυτό είναι να «κουμπώνεις». Ένα και ένα δεν κάνει δύο. Όσο κι αν θα έπρεπε. Όπως η ομορφιά, που είναι ουδέτερο επειδή δεν είναι όμορφη αρκετά. Κορίτσι αγκάλιασε κορίτσι, αγόρι αγκάλιασε αγόρι. Αγόρι φίλησε κορίτσι και κορίτσι φίλησε αγόρι. Χωρίς άρθρα. Δύο ουδέτερα μήπως αλλάξει το γένος πριν τον αριθμό. Και θα χάσουν τα πάντα, όχι κάθε πράγμα. Δεν είναι πράγμα ο άνθρωπος. Όταν απομονώνεται για να ξεχάσει, να ντύνεται «φυσιολογικά», να καταφέρει να μην επηρεάζεται, να γίνει ουδέτερο.
Είναι άνθρωπος. Και είναι «ο». Ακόμη κι αν είναι «η». Ενώ αν ο χάρτης είναι άδειος, χωρίς προορισμό, χωρίς καρφίτσες; Κανείς και καμιά δεν του είπε ότι, όπου και να πάει, τα αστέρια θα έχουν πάντα το ίδιο μέγεθος! Όλοι γεννιόμαστε αθώοι, κοιτώντας ψηλά κι ας πέφτουμε, όπως ο ήλιος, αλλά μας ενοχλεί μόλις κρυφτούμε πίσω από κάποιο φεγγάρι. Κι ας του δίνουμε το φως μας προκειμένου τα αστέρια δίπλα του να φαίνονται σπίθες, δηλαδή σταγόνες. Κι όσο εμείς πασχίζουμε να πετάξουμε, να τεντώσουμε το σκοινί μας, να αψηφήσουμε όσα μας κρατάνε στα πόδια μας, θυσιάζουμε κάθε Κυριακή, στο ότι έρχεται η Δευτέρα παρά στο ότι φτάνουμε εμείς. Εσύ, εγώ, ο άνθρωπος, που με τόσες αναμνήσεις στον «ίσιο» δρόμο, δεν πετύχαμε μια παράδοξη στροφή, να ανατείλουμε τουλάχιστον που μας έχουμε, πριν μας επενδύσουμε.
Το στοίχημα, τέλος, κερδίζεται, γιατί όπου κι αν γέρνουμε, τα αστέρια, το φεγγάρι, ο ήλιος είναι ίδια. Τι σημαίνει «σε αγαπώ»; «Μείνε», «θέλω να με κρατάς», «ας τσακωθούμε» αλλά κατάματα. Είναι που, κανείς δε μας διαβάζει πλέον. Και γράφουμε, επειδή κάποιοι εκνευρίζονται, επειδή το αγαπάμε να έχουν απορίες και να ανεβάζουμε τις άμυνές μας από το πάθος να απαντήσουμε κατά γράμμα τι εννοούμε. Κι αν σε ονομάζεις αγόρι, κι αν σε ονομάζεις κορίτσι, ίσως σύντομα καταλάβεις και τη γυναίκα, και τον άνδρα. Έτσι είμαστε. Κλαίμε, γελάμε ή στέκουμε στήλη άλατος, μέχρι που, κάποια στιγμή, και το αλάτι το μπερδεύουμε με τη ζάχαρη.










