Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑ NIETZCHE

Ο Friedrich Nietzsche στο έργο του «Η Γέννηση της Τραγωδίας», που δημοσιεύτηκε στα γερμανικά πρώτη φορά το 1872, και στα ελληνικά το 2009, ως νέος φιλόλογος τότε, ακόμα, αφού πρόκειται για το πρώτο του βιβλίο, επιχειρεί να εγκαθιδρύσει τη γλώσσα της μουσικής, ιεραρχικά, ως την καλύτερη δυνατή γλώσσα, η οποία μπορεί να εκφράσει με αποτελεσματικό και καθολικό τρόπο –αν και μέσω μεταφορών- τη θέληση, τη γενική μορφή των φαινομένων. Η αλήθεια είναι, πως το συγκεκριμένο έργο μοιάζει με φιλολογικό βιβλίο, αλλά ασυνείδητα είναι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο. Πρόκειται, για έναν αναστοχασμό στην έννοια της παιδείας, στο ρόλο του βιβλίου, στην εγγραματική, δηλαδή, παιδεία και στην «κυριαρχία» της έναντι μιας καλλιτεχνικής –μουσικής, κυρίως- παιδείας. Στοιχεία, τα οποία δε θα έπρεπε να μας κάνουν εντύπωση, εάν αναλογιστούμε, πως οι τότε επιρροές του νεαρού Nietzsche, δεν ήταν άλλες πέραν του Σοπενχάουερ και του Βάγκνερ.
Όταν έγραφε το έργο του, όπως αναφέραμε “Γέννηση της τραγωδίας”, ο Nietzsche ήταν ένας νεαρός φιλόλογος, ο οποίος μόλις, είχε αρχίσει να έχει επαφές και γνωριμίες με τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη της εποχής του, τον Βάγκνερ. Ο Βάγκνερ αποτέλεσε για τον Nietzsche ένα πρότυπο, καθώς ήταν αυτός που εισήγαγε ένα νέο είδος μουσικής, ουσιαστικά μετέτρεψε την κλασική μουσική, σε ένα υπερθέαμα, αλλά ήταν και μία μεγάλη προσωπικότητα. Με τέτοιες επιρροές και γνωριμίες, είναι λογικό για τον Nietzsche, ο καλλιτεχνικός άνθρωπος, και η μουσική ειδικότερα, να “εξυψωθούν” και να “κερδίσουν” την πρωτοκαθεδρία στη φιλοσοφική του σκέψη. Έχοντας ήδη, από πολύ νωρίς αντιληφθεί το γεγονός, πως η γλώσσα, που χρησιμοποιούμε, δεν είναι τίποτα άλλο, από μία γλώσσα γεμάτη με μεταφορές, η οποία δεν μπορεί να “αποκρυπτογραφήσει και την ουσία των πραγμάτων”, προέβει στην αναζήτηση για μία νέα δίοδο επικοινωνίας, και προσπάθειας να εξηγήσει τον κόσμο. Καταλήγει, λοιπόν, στο γεγονός, ότι η μουσική είναι η καλύτερη δυνατή γλώσσα, όπου μπορεί να εκφράσει αυτό, που θέλει ο καθένας να πει.
Ο Nietzsche προσπαθεί να εξηγήσει την πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας και ο ίδιος, δύο μεταφορές θέτοντας ως πραγματικό και ως ψευδές, το διονυσιακό στοιχείο και το απολλώνιο, αντιστοίχως. Το στοιχείο του απολλώνιου είναι αυτό, το οποίο υπάρχει στη γλώσσα, που χρησιμοποιούμε τα γραπτά κείμενα, αντίθετα το διονυσιακό είναι, αυτό, της μουσικής, και η μουσική αποτελεί για τον Nietzsche, έναν τρόπο, προκειμένου να εκφραστούμε λίγο, πιο αληθινά. Ο Nietzsche πιστεύει για την αλήθεια, ότι από τη στιγμή που χρησιμοποιεί κάποιος τη γλώσσα, θαμπώνει την αλήθεια, καθώς υπάρχουν ερμηνείες γεγονότων, σχήματα γλώσσας, τα οποία συμβάλλουν, στο να προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα ως καθεαυτή πραγματικότητα, χωρίς, όμως, να είναι. Η Αλήθεια είναι μία μορφή πλάνης, χωρίς την οποία δεν μπορούμε να ζήσουμε. Το πρόβλημα για τον Nietzsche, επειδή δεν μπορούμε να χειριστούμε τη ροή, επιβάλλουμε κανόνες, οι οποίοι δεν υπάρχουν, δεν υφίστανται. Άλλο να εξηγούμε τις μεταφορές, κι άλλο να βρίσκουμε την αλήθεια και να τη φτιάχνουμε, να λέμε, πως αυτό που ζούμε, είναι αλήθεια, είναι πραγματικότητα. Έτσι, ο λυρικός ποιητής- ερμηνευτής μη μπορώντας να οριοθετήσει τον εαυτό του, παρά υπό το πρίσμα της μουσικής, δεν μπορεί να εκφράσει τίποτα που δεν υπάρχει, ήδη, με τρόπο υπερβολικά μεστό και ρευστό, την ίδια τη μουσική. Στον καλλιτεχνικό χώρο δεν υπάρχουν σταθερές έννοιες και αμετάβλητες. Αναμφίβολα, υπάρχει μία στενή γέφυρα, που ενώνει τη μουσική και την εικόνα ο λυρικός ποιητής, δεν μπορεί να πάει από την εικόνα στη μουσική, αλλά μπορεί από τη μουσική να πάει στην εικόνα. Αυτά είναι δύο συμπληρωματικά στοιχεία, το ένα ερμηνεύει το άλλο, χωρίς όμως να σημαίνει, πως η εικόνα μπορεί να παράγει μουσική.
Η αντίληψη που παρατηρούμε να «κυριαρχεί» στο Nietzsche και συγκεκριμένα στο έργο, που εξετάζουμε, είναι ότι ο άνθρωπος της μουσικής είναι πιο ολοκληρωμένος, σε αντίθεση με τον άνθρωπο του βιβλίου, ο οποίος είναι περιορισμένος και ευνουχισμένος. Θέτει ως βάση, ότι, όταν η μουσική προσπαθεί να πλησιάσει τον λόγο, αυτό δεν είναι τίποτα άλλο, πέρα από μία παραπλάνηση, και τίποτα παραπάνω. Αυτό, που στην πραγματικότητα ήθελε να εξηγήσει, μέσω αυτού, του έργου του, ήταν το γεγονός, πως η μουσική μπορεί να αποτελέσει το πραγματικό, να δημιουργήσει μία πραγματικότητα. Η πραγματικότητα, ωστόσο είναι πάντα ο «χαμένος θησαυρός». Ο λυρικός ποιητής δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εκφράζει με τον δικό της τρόπο αυτό που ο διονυσιακός μουσικός μπορεί να δημιουργήσει να ηχήσει, μέσω της ταύτισης με την αρχαϊκή ηχώ του κόσμου, χωρίς να καταφεύγει στην εικόνα.
Η αλήθεια είναι, πως «Η Γέννηση της τραγωδίας» υπάρχει ένας μελωκεντρισμός, μία υποβάθμιση των άλλων μέσων έναντι της μουσικής. Βέβαια, μετέπειτα στην αυτοκριτική του, ο Nietzsche αναιρεί πολλά από αυτά, ένα από αυτά είναι η εκτίμηση, που έτρεφε προς το πρόσωπο του Βάγκνερ. Σαφέστερα, σημειώνει, ότι ως μουσικός, -δυστυχώς, μάλλον κατά Nietzsche- υπήρξε πριν από όλα ρήτορας, έθεσε τη μουσική στην υπηρεσία του κειμένου, προσπαθώντας με κάθε δυνατό τρόπο να προβάλλει μια «εκφραστικότητα», ενώ η καλή- διονυσιακή μουσική οφείλει να προτρέπει χορό, και όχι στο «κολύμπι», όπως αυτή του μουσικοσυνθέτη. Αυτό είναι μια παρωδία, μια καρικατούρα της διονυσιακής μουσικής. Η μουσική εξάλλου είναι αυτή που «έδωσε ζωή» στον τραγικό μύθο, ο οποίος με συμβολισμούς προσπαθεί να αποδώσει τις διονυσιακές αλήθειες, όπως η ολότητα όλων των τεχνών και μόνο αυτή μπορεί να ταυτιστεί με το Διόνυσο. Ασφαλώς, θα πρέπει για ακόμα μία φορά, να καταγράψουμε το γεγονός, πως ο Nietzsche χρησιμοποιεί ένα ζεύγος αντιθετικών συνόλων- στοιχείων με μεταφορική χροιά, αυτό του διονυσιακού και του απολλώνιου, για να παρουσιάσει το αληθινό- πραγματικό και το ψευδές- κίβδηλο- παραπλανητικό.