Το Γραμμόφωνο κατά Kittler

Ο Friedrich Kittler στο Γραμμόφωνο (:Gramophone), από το βιβλίο «Γραμμόφωνο, Κινηματογράφος, Γραφομηχανή», που δημοσιεύτηκε το 1986 στην αγγλική έκδοση, και μόλις το 2005 στα ελληνικά, κάνει μία ανάλυση για τις συσκευές που έχουν άμεση εξάρτηση με τον ήχο, ξεκινώντας από το φωνόγραφο μέχρι τους μουσικούς δίσκους.
Για τον Kittler δε θα χρειαζόταν παραπάνω από έναν αιώνα, για να μεταβούμε από την εποχή μονοπωλίου της γραφής στην εποχή των κυκλωμάτων. Ο οπτικός δίσκος μετατρέπει το γραμμόφωνο σε ψηφιακό, η συσκευή λήψης οπτικών σημάτων (βιντεοκάμερα) μετατρέπεται σε ψηφιακό κινηματογράφο. Όλες οι ροές δεδομένων εκβάλλουν σε καταστάσεις της Καθολικής Μηχανή Τούρινγκ, αριθμοί και σχήματα γίνονται κλειδιά όλων των πλασμάτων. Αυτό το πέρασμα, από τη γραφή στα κυκλώματα, είναι μία θετική εξέλιξη στα «μάτια» του Kittler.
Από την εποχή ίδρυσης των τεχνικών μέσων, οι δύο επιλογές που υπάρχουν είναι η κουλτούρα της ελίτ και η μαζική κουλτούρα, η επαγγελματική τεχνική και η επαγγελματική λυρική ποίηση. Ωστόσο, υπάρχει και ένας τρίτος δρόμος, σύμφωνα με τον Kittler, αυτός του Βίλντενμπρουχ. Σύμφωνα με τον Βίλντενμπρουχ, όποιος ηχογραφεί τα λόγια του έχει δικαίωμα στην αθανασία. Από τον ήχο περνάμε στο ρήμα, δηλαδή στο ποίημα, και από το ποίημα στην ψυχή, αυτή είναι η επιθυμία του πραγματικού, της φυσιολογίας της φωνής, σε συμβολικό και του συμβολικού, του έναρθρου λόγου, σε φαντασιακή. Έτσι, αυτό που όντως, απέμεινε από την «Φωνογραφική εγγραφή της φωνής» του Βίλντενμπρουχ, δεν είναι μόνο ένας ήχος, είναι ένας μεταθανάτιος ήχος από τον φωνόγραφο στο δίσκο. Όταν συνέβη αυτό, ο φωνογράφος δεν έγραψε ποίημα, άλλα πειστήρια του ομιλούντα, στο βαθμό που ο δέκτης, δεν μπορεί να τα αλλοιώσει. “Ο ήχος της φωνής ψέματα να πει αδυνατεί”. Ήδη από την αρχή, ο Έντισον ήταν αυτός, που ουσιαστικά είδε τον φωνόγραφο ως έναν “αναμφισβήτητο μάρτυρα” σε δίκες στην υπηρεσία των ντετέκτιβ. Καταγράφει λεπτομέρειες και στοιχεία, τα οποία δεν μπορούν να πλαστογραφηθούν, δεν μπορούν να αλλάξουν. Αυτό είναι ένα στοιχείο, το οποίο καταδεικνύει το θετικό αντίκτυπο, που επέφερε η «εισβολή» των κυκλωμάτων στη ζωή των ανθρώπων.
Φυσικά, πέρα από τις δικαστικές αίθουσες ο φωνόγραφος υπήρξε αρωγός στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας. Όπως αναφέρει, ο Freud στο έργο του “Περί χειρισμού της ερμηνείας των ονείρων στην ψυχανάλυση” διαφαίνεται, πως, όταν ένας ασθενής εξιστορεί στον ψυχοθεραπευτή του ένα όνειρο, το οποίο είδε, δεν μπορεί να το διασώσει κανένας χωρίς κόπο, εύκολα. Οπότε, ουσιαστικά, δεν έχει επιτευχθεί τίποτα απολύτως, καθώς στο κείμενο δεν εμφανίζονται οι ιδέες, που περνάνε εκείνη την ώρα από το μυαλό του ασθενούς, και είναι σαν να μην έχει διασωθεί καν το όνειρο. Με απλά λόγια, η γραφή αποτυγχάνει, να χρησιμοποιείται μεταξύ ασθενούς και ψυχαναλυτή. Αντίστοιχα, όταν ο ασθενής ηχογραφεί τα όνειρα του, και δεν τα καταγράφει πια στο χαρτί, από άποψη ψυχολογίας, στις καταθέσεις του, είναι στο ίδιο επίπεδο με τον ψυχαναλυτή. Με αυτόν τον τρόπο, κιόλας ανάμεσα στο ασυνείδητο και τη μνήμη, δε μεσολαβεί κανένα είδος γραφικής ύλης, με αποτέλεσμα να αποκαθίσταται η τάξη, υπάρχει μία «ολοκληρωμένη εικόνα» του ονείρου. Ενώ, παράλληλα, πλέον, ο ψυχοθεραπευτής δεν προβαίνει σε αξιολόγηση των λεγομένων του ασθενούς του. Ο ψυχαναλυτής οφείλει να μην κάνει διαλογή ή διαφοροποίηση των στοιχείων, στο επίπεδο του λόγου του αναλυόμενου, αλλά ούτε αξιολογική σύγκριση. Είναι καλό, να δίνεται προσοχή σε όλα τα σημεία της ψυχανάλυσης του θεραπευόμενου. Επομένως, η καταγραφή των λεγομένων του ασθενούς είναι μία καλή λύση, για να επιτευχθεί ο απώτερος στόχος της θεραπείας.
Κατά συνέπεια, μπορούμε να εξάγουμε ένα απλό συμπέρασμα, πως ο φωνόγραφος είναι το μέσο καταγραφής, το οποίο είναι «απροσπέλαστο» και μπορεί να καταγράψει μόνο αυτό, το οποίο θα «πούμε», χωρίς παρεμβολές. Αυτό, ακριβώς σημειώνει και ο Kittler στο δοκίμιό του «Ο κόσμος του συμβολικού- ένας κόσμος της μηχανής», το μέσο του πραγματικού, κατά τη λακανική ψυχαναλυτική θεωρία των τριών τάξεων, θα πρέπει να αναζητηθεί σε αναλογικές μνήμες, σε κάθε δίσκο φωνογράφου, «φανερώνεται» αυτό, το γεγονός. Ο φωνόγραφος του Έντισον είναι αυτός, ο οποίος «ξεδιαλύνει» και κάνει ορατό το διαχωρισμό μεταξύ του πραγματικού και του συμβολικού, φωνητικής και φωνολογίας. Βέβαια, να υπογραμμισθεί, πως η πληροφορία σε ένα τηλεφώνημα -ερωτικούς τηλεφωνικούς ψιθύρους -, είναι η ψηφιακή πληροφορία, ενώ «το πραγματικό» δεν είναι τίποτα παραπάνω, από αυτό που ανήκει στην κατηγορία του θορύβου.
Όπως, καταλήγει και ο ίδιος, ο Kittler στη εισαγωγή του βιβλίου «Γραμμόφωνο, Κινηματογράφος, Γραφομηχανή», το πραγματικό είναι το κατάλοιπο, το οποίο δεν «κατέχει» ούτε το κάτοπτρο του φαντασιακού (Στάδιο του καθρέφτη κατά Lacan), ούτε το κόσκινο του συμβολικού. Φανερά, λοιπόν, πλέον μπορούμε να αναδείξουμε το γεγονός, ότι οι διακρίσεις των ψυχαναλυτικών θεωριών είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις τεχνικές διακρίσεις των μέσων, δηλαδή το πραγματικό, το φαντασιακό και το συμβολικό, αντιστοιχούν στο Γραμμόφωνο –μουσική, ήχος-, στον Κινηματογράφο –εικόνα, φωτογραφία- και στη Γραφομηχανή –κείμενο, λόγος-, κατά αναλογία.